Το άρθρο δημοσιεύεται στο ελληνικό περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου».

 

Στις 16.7.2016 προσγειώθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στον νομό Έβρου, ένα τουρκικό στρατιωτικό ελικόπτερο με οκτώ αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, που ζήτησαν πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα. Η Τουρκία ζήτησε την έκδοσή τους, ισχυριζόμενη ότι συμμετείχαν στο αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του προέδρου Ερντογάν. Οι οκτώ προφυλακίστηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές λόγω της παράνομης εισόδου τους στην ελληνική επικράτεια.

Τον Ιανουάριο του 2017 ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Ελλάδας, εξέδωσε – μετά από έφεση του Εισαγγελέα Εφετών – οκτώ αποφάσεις, με τις οποίες έδινε την από τον ελληνικό Κώδικα ποινικής δικονομίας προβλεπόμενη δικαστική γνωμοδότηση για την έκδοση ή μη των οκτώ. Το συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι ότι οι Τούρκοι αξιωματικοί δεν πρέπει να εκδοθούν. Το αιτιολογικό των αποφάσεων είναι: Τους περιμένει κατά πάσα πιθανότητα μια «μη δίκαιη δίκη» στην Τουρκία και ίσως μια «απάνθρωπή μεταχείριση». Το ανώτατο ακυρωτικό, όπως και το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Εφετών, έδωσε όμως (έμμεσα) αρνητική απάντηση στο ερώτημα, αν οι πράξεις για τις οποίες εκζητούνται είναι «πολιτικές» και αν η Τουρκία τους καταδιώκει για «πολιτικούς λόγους». Με απλά λόγια: Μόνον η επιρροή ανθρωπιστικών λόγων εμποδίζει κατά τον Άρειο Πάγο την έκδοση των οκτώ από την Ελλάδα.

Ένα χρόνο μετά απ’ αυτές τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου οι οκτώ Τούρκοι αξιωματικοί βρίσκονται ακόμη στις ελληνικές φυλακές και για το αίτημα ασύλου τους δεν έχει εκδοθεί ακόμα καμία απόφαση.

Πολιτικό άσυλο, ένας αρχαίος θρησκευτικός και πολιτικός θεσμός, ξεκίνησε την νομική διαδρομή του τον 19ο αιώνα στην δυτική Ευρώπη ως «μη έκδοση των πολιτικού εγκληματία» στην χώρα που τον καταδιώκει. Στην διάρκεια του χρόνου ο θεσμός του ασύλου γνώρισε διάφορες μεταμορφώσεις, καθώς χειραφετήθηκε απ’ την «μη έκδοση» και πλουτίστηκε από τις εξελίξεις του προσφυγικού δικαίου. Πρώτα-πρώτα άλλαξε το κυρίαρχο παράδειγμα του (πολιτικού) πρόσφυγα: Όχι πια ο ηρωϊκός και επώνυμος πολιτικός επαναστάτης του 19ου αιώνα που κατάφερε να περάσει τα σύνορα και να φθάσει στο εξωτερικό, αλλά τώρα το θύμα μαζικών διώξεων στην πατρίδα του για πολιτικούς, ρατσιστικούς, εθνικιστικούς ή κοινωνικούς λόγους. Αργότερα όλο και περισσότερο το παθητικά υφιστάμενο τις συνέπειες θύμα πολέμων, εμφυλίων πολέμων, φυσικών και οικολογικών καταστροφών κλπ. Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχουμε πλέον να κάνουμε με το μαζικό φαινόμενο ανθρώπων που περπάτησαν χιλιόμετρα και διέσχισαν θάλασσες μέχρι να φθάσουν, περνώντας  μέσα από πολλές χώρες, στα σύνορα της Ευρώπης και να ζητήσουν εκεί, επικαλούμενοι την προσφυγική ιδιότητα, άσυλο και προστασία. Η ανθρώπινη αυτή «φιγούρα», που εμφανίζεται στα σημερινά σύνορα των κρατών και τα συνδιαμορφώνει με την επιμονή της, χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα κινήτρων: Οι φυγάδες αυτοί βγαίνουν στους διεθνείς δρόμους για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (δεν βρίσκουν δουλειά στην πατρίδα τους), πολιτικούς (φεύγουν μακρυά από συνθήκες καταπίεσης και μιζέριας) ή για λόγους προστασίας από εμπόλεμες καταστάσεις κλπ. Ποιο απ’ αυτά τα στοιχεία κυριαρχεί στο μείγμα δεν είναι σαφές και πρέπει να ερευνάται κάθε φορά ξεχωριστά. Μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί ακόμα το σωστό όνομα γι’ αυτήν την σύγχρονη συνοριακή μορφή.

Ταυτόχρονα διευρύνθηκε και ο τρόπος παροχής  διεθνούς προστασίας από τα κράτη: Όχι πλέον μόνον το «μεγάλο» πολιτικό άσυλο του παρελθόντος, αλλά τώρα κι ένα μικρότερο με λιγότερα δικαιώματα, η λεγόμενη «επικουρική προστασία», εφ’ όσον απειλείται η ζωή και η ελευθερία του πρόσφυγα, αν απελαθεί στην πατρίδα του, π.χ. λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί εκεί, ή μια ακόμη μικρότερη μορφή εδαφικής προστασίας, με δικαίωμα παραμονής στην χώρα για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, π.χ. σε αιτούντες άσυλο που απορρίφθηκε το αίτημά τους. Παρ’ όλες αυτές τις εξελίξεις η Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες του 1951, όπως διευρύνθηκε η εφαρμογή της χρονικά και γεωγραφικά με το Πρωτόκολλο του 1967, εξακολουθεί να είναι η βάση του διεθνούς δικαίου παροχής ασύλου. Στην Ε.Ε. λειτουργεί εδώ και δεκαετίες το εξαιρετικά λεπτολόγο «Σύστημα του Δουβλίνου», που εκδίδεται ήδη στην εκδοχή «Δουβλίνο IV», το οποίο μοιράζει τις ευθύνες για τους πρόσφυγες στα κράτη μέλη, με βασικό κανόνα την εσαεί ευθύνη της «χώρας πρώτης παράνομης εισόδου».

Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η βασική νομική «μηχανή» των εξελίξεων στο σύγχρονο προσφυγικό δίκαιο είναι η προβλεπόμενη στην Συνθήκη της Γενεύης αρχή του non-refoulement, δηλαδή η απαγόρευση επαναπροώθησης και απέλασης στην χώρα προέλευσης, αν εκεί απειλείται η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η ελευθερία του αιτούντος άσυλο, είτε αναγνωριστεί τελικά σαν «γνήσιος πρόσφυγας» είτε όχι. Η εφαρμογή της αρχής αυτή, σε συνεργασία με την «ρυθμιστική δύναμη της πραγματικότητας» (μιας πραγματικότητας που δημιουργούν κατά βάση οι ίδιοι οι πρόσφυγες), διευρύνεται διαρκώς με την βοήθεια παρεμβάσεων διεθνών οργάνων και ευνοϊκών αποφάσεων διεθνών δικαστηρίων. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί ήδη ξεπερνάει κατά πολύ τις προθέσεις των συντακτών της Συνθήκης της Γενεύης, έχοντας φέρει πολλά εθνικά κράτη και την ίδια την Ε.Ε. στα πρόθυρα κρίσης.

Δεν υποστηρίζω την άποψη ότι το διεθνές δίκαιο του ασύλου αποτελεί την κορωνίδα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είμαι οπαδός της ιδεολογίας «no borders». Αντίθετα θεωρώ ότι το προσφυγικό δίκαιο, όπως εφαρμόζεται σήμερα, ανοίγει την πόρτα σε καταχρήσεις, τόσο από την πλευρά των κρατών, που οχυρώνονται πίσω από την διαδικασία της «αναγνώρισης», αλλά και φορτώνουν τα βάρη του προσφυγικού σε αδύνατες να αντιδράσουν χώρες, όσο και από την πλευρά των προσφυγο-μεταναστών, που έμαθαν να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες του συστήματος. Θεωρώ ότι κάθε κράτος έχει περιορισμένες δυνατότητες να βοηθήσει και ο «ανθρωπισμός», που επικαλούνται κατά κόρον κάποιοι, υπηρετεί από ένα σημείο και πέρα άλλες σκοπιμότητες. Η παροχή ασύλου είναι ένας πολύτιμος θεσμός, απ’ τον οποίο είναι αδύνατο να παραιτηθούμε στο εθνικό και το διεθνές δίκαιο των αλλοδαπών, δεν μπορεί όμως να αποτελέσει αυτός την «βασιλική οδό» για την λύση του παγκόσμιου μεταναστευτικού προβλήματος, όπως γίνεται ήδη στην πράξη.

Όσον αφορά τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που ζήτησαν πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα: Αυτοί αποτελούν, σύμφωνα με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, το κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής της Συνθήκης της Γενεύης για τους πρόσφυγες, σε μια εποχή που την προσφυγική ιδιότητα την επικαλούνται εκατομμύρια άνθρωποι που δεν την δικαιούνται στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα εντοπίζεται μάλλον στο ότι η Ελλάδα εγκαταλείπεται και σ’ αυτήν την περίπτωση στην μοίρα της απ’ την πλευρά των δυτικών συμμάχων και πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της απέναντι σ’ ένα επιθετικό γείτονα που αμφισβητεί ανοιχτά τα σύνορα και απειλεί με πόλεμο – όπως έκανε ήδη στην περίπτωση της Κύπρου. Οι λόγοι γι’ αυτήν την συμπεριφορά της Δύσης και ειδικά της Ευρώπης είναι πολλοί.

Βέβαια η στάση της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, σώζουνε μέχρι στιγμής τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς από τα χειρότερα. Δεν είναι καθαρή πάντως και διασχίζεται από το βρώμικο ρεύμα ενός καιροσκοπισμού. Στα ανάντη του ποταμού αυτού προς Βορράν ανακαλύπτει κανείς τις πηγές του όμως σ’ εκείνη την γεωγραφική περιοχή που θα μπορούσε να ονομαστεί «η Ευρώπη των υποκριτών». Θα ήταν ευχής έργο, εάν στο θέμα αυτό εκδηλωνόταν μεγαλύτερη αλληλεγγύη και κυρίως συλλογική ανάληψη ευθυνών απέναντι στην Τουρκία από τους Ευρωπαίους. Που λείπει όμως γενικότερα στο προσφυγικό.

Οι οκτώ Τούρκοι αξιωματικοί δικαιούνται κανονικό πολιτικό άσυλο και πρέπει να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι, για να πάνε στην χώρα που επιθυμούν, π.χ. την Γερμανία. Κάτι που η Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες προέβλεπε πάντα – ενάντια στα «συστήματα των Δουβλίνων».