Θα τολμούσε η Τουρκία να διαπράξει τα εγκλήματα διεθνούς δικαίου στην Κύπρο, αν είχε καταδικαστεί για την γενοκτονία των Αρμενίων;

Το έτος 2015 εορτάστηκε επίσημα η εκατοστή επέτειος από την γενοκτονία των Αρμενίων. Και ενώ η Τουρκία αντιδρά αλλεργικά και δεν αναγνωρίζει το γεγονός της γενοκτονίας, η παγκόσμια κοινότητα αναπολεί με θλίψη όσα έγιναν πριν, κατά και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε βάρος των χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι γενοκτονίες, τα ολοκαυτώματα, η συστηματική εξόντωση του χριστιανικού πληθυσμού από τους Νεότουρκους με τα «τάγματα εργασίας» και τις πορείες θανάτου άρχισαν να εφαρμόζονται στους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και, καθώς η διεθνής κοινότητα απέστρεψε το βλέμμα και δεν διαμαρτυρήθηκε, επεκτάθηκαν μετά στους Αρμένιους, Συρο-Αραμαίους, Χαλδαίους και στους Έλληνες του Πόντου και της Μ. Ασίας.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές πάνω από τέσσερα εκατομμύρια ψυχές έπεσαν θύματα αυτής της μηχανής του θανάτου. Μόνον για τους Αρμένιους οι διεθνείς ιστορικοί μιλούν για 1,5 εκατομμύριο νεκρούς.
Οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου απείλησαν την τουρκική κυβέρνηση μετά το τέλος του με παραπομπή σε διεθνές δικαστήριο ειδικά για την γενοκτονία των Αρμενίων. Η υπόθεση εγκαταλείφθηκε όμως, καθώς οι πρώην σύμμαχοι, με προεξάρχουσα την Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, άρχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον προσεταιρισμό της νέας Τουρκίας. Οι δίκες που ξεκίνησαν στην ίδια την Τουρκία για να ησυχάσει η διεθνής κοινή γνώμη σταμάτησαν γρήγορα ή δεν έφεραν αποτέλεσμα – γενικά η υπόθεση «θάφτηκε».
Εξήντα χρόνια αργότερα, το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο με πρόσχημα το πραξικόπημα της δικτατορίας του Ιωαννίδη ενάντια στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο τουρκικός στρατός (Αττίλας Ι και ΙΙ) κατέλαβε το 37% του κυπριακού εδάφους (ενώ οι Τουρκοκύπριοι ήταν το 18% του πληθυσμού), δολοφόνησε, βίασε, λεηλάτησε και τελικά εξεδίωξε από τις εστίες τους στον Βορρά πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριους, που ήταν προηγουμένως η μεγάλη πλειοψηφία (75%) του πληθυσμού εκεί, και εγκαθίδρυσε στα κατεχόμενα εδάφη ένα αμιγώς τουρκοκυπριακό κράτος, την ΤΔΒΚ, αφού υποχρέωσε τους Τουρκοκύπριους από το υπόλοιπο νησί να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν εκεί. Στην συνέχεια αλλοίωσε την πληθυσμιακή σύσταση της ΤΔΒΚ, που φυλάσσεται μέχρι σήμερα από 40.000 Τούρκους στρατιώτες, με αθρόα εισαγωγή Τούρκων εποίκων από την Ανατολία, έτσι ώστε η αναλογία εποίκων προς τους Τουρκοκύπριους εκεί να είναι σήμερα 2-1.

Ποιος είναι ο νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων αυτών της Τουρκίας; Οι πράξεις αυτές έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου : μετακίνηση των «εσωτερικών εχθρών» σαν προϋπόθεση δημιουργίας ενός εθνοτικά ομογενούς τουρκικού κράτους, αντικατάσταση των διωχθέντων χριστιανών με μουσουλμάνους που φέρθηκαν από αλλού, διαρπαγή των περιουσιών τους, εξαφάνιση της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς τους εκεί που ζούσαν πριν, άρνηση παραδοχής του εγκλήματος μέχρι σήμερα, επιβολή ενός ταμπού σχετικά μ’ αυτό στην τουρκική κοινωνία κλπ. Οι πράξεις του 1974 και μετά δεν αποτελούν βέβαια γενοκτονία, αλλά αποτελούν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (ιδίως την ΙV Συμφωνία της Γενεύης του 1949 και το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου του 1998) εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Υπάρχουν πολλές καταδίκες της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση σωρείας ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την εισβολή και διαίρεση της Κύπρου, τελευταία με την απόφαση της Ολομέλειας από 12.5.2014 – τις οποίες όμως η Τουρκία αγνοεί προκλητικά.
Θα περίμενε ίσως κανείς ότι η απάντηση στο εισαγωγικό ερώτημα του παρόντος άρθρου θα ήταν αρνητική: Αν η τουρκική κυβέρνηση είχε καταδικαστεί από διεθνές δικαστήριο το 1918 για την γενοκτονία των Αρμενίων και ενδεχομένως των Συρο-Αραμαίων, των Ελλήνων του Πόντου κλπ., δεν θα τολμούσε να διαπράξει το 1974 τα εγκλήματα διεθνούς δικαίου στην Κύπρο. Δυστυχώς – μ’ όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλεται να διατηρεί κανείς απέναντι σε υποθετικές ιστορικές ερωτήσεις– οι μηχανισμοί της πρόληψης και της αποτροπής τέλεσης νέων πράξεων δεν λειτουργούν έτσι απλά, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για κράτη. Αν τα συμφέροντα του δράστη είναι μεγάλα και οι συνθήκες τού φαίνονται ευνοϊκές, δεν εμποδίζεται από μια καταδίκη να διαπράξει αργότερα και νέο έγκλημα. Και τα δύο αυτά στοιχεία συνέτρεχαν το 1974: Και οι πάγιες γεωπολιτικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην Κύπρο και η εξαιρετικά ευνοϊκή στάση του διεθνούς παράγοντα σε συνδυασμό με την μοναδική ευκαιρία του προσχήματος που της πρόσφερε η δικτατορία των Αθηνών έστρωναν φαρδύ τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και τον διαμελισμό της Κύπρο – καμιά προηγούμενη καταδίκη δεν θα σταματούσε στο σημείο αυτό την Τουρκία.

Αν όλα αυτά είναι έτσι από την οπτική γωνιά των τουρκικών συμφερόντων, πώς αντιμετωπίζονται στην πολιτική πρακτική και θεωρητική προσέγγιση των πραγμάτων σε μια τρίτη χώρα, σαν την Γερμανία; Η Γερμανία ήταν σύμμαχος και καθοδηγητής της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, σύμφωνα με μια πολύ ισχυρή πλέον άποψη στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών της, έμμεσος συναυτουργός στην γενοκτονία των Αρμενίων ή, στην επιεικέστερη περίπτωση, υπαίτιος εγκλήματος παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής και αποτροπής της γενοκτονίας. Η γερμανική κοινωνία παραδέχεται πλέον, μετά από μακροχρόνια άσκηση πίεσης από τους ιστορικούς αναλυτές, ότι υπάρχει μια συνέχεια στην «γραμμή αίματος»που χαράχτηκε στην ιστορία από την γενοκτονία των Αρμενίων στον Α΄ μέχρι το Holocaust των Εβραίων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μπροστά στα εγκλήματα διεθνούς δικαίου στην Κύπρο όμως η Γερμανία κλείνει τα μάτια και δεν θέλει να επιβαρύνει κι άλλο τις σχέσεις της με την Τουρκία. Αυτό ισχύει όχι μόνον για την επίσημη γερμανική πολιτική, που μετράει π.χ. με δύο μέτρα και με δύο σταθμά στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Κύπρου, αλλά και για τις εναλλακτικές γεωπολικές θεωρίες, που βρίσκονται κοντά στο γερμανικό κίνημα ειρήνης, που θεωρούν απλώς ότι η Κύπρος έπεσε, «δυστυχώς», θύμα δύο αλληλοσυγκρουόμενων εθνικισμών .

Η υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση της Κύπρου είναι δύσκολη υπόθεση στους καιρούς που ζούμε. Αυτό υποχρεώνει την Κυπριακή Δημοκρατία να αναζητήσει πολλαπλά ερείσματα, αν θέλει να παραμείνει ανεξάρτητο κράτος.

Κώστας Δημακόπουλος