Διακόσια χρόνια μετά το 1821 μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε την αρχή μιας επιτυχούς ιστορικής πορείας μας ως έθνους για δύο αιώνες μέχρι σήμερα. Βρεθήκαμε έτσι να επεκτείνουμε βαθμιαία τα σύνορά μας ήδη από τις αρχές του 19. και μέχρι τα μέσα του 20. αιώνα, να είμαστε νικητές των δύο Βαλκανικών Πολέμων και με την πλευρά εκείνων που επικράτησαν στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταφέραμε να μην χάσουμε την Μακεδονία, να είμαστε ενταγμένοι στο δυτικό και όχι στο ανατολικό μπλοκ στην διάρκεια του ψυχρού πολέμου, να πάρουμε έγκαιρα θέση στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, να εισέλθουμε στο κλαμπ των πλουσιότερων κρατών της γης και να συμμετέχουμε στην οικονομική ευημερία και την πολιτιστική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης, ακόμα κι αν περνάμε βαθιά κρίση σήμερα. Όλες αυτές οι επιτυχίες δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες και σίγουρα δεν ήταν αυτονόητες. Σε μεγάλο βαθμό η τύχη μάς χαμογέλασε.

Το ερώτημα είναι αν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κι αυτήν του 1974 στην Κύπρο βρισκόμαστε σήμερα στα πρόθυρα μιας τρίτης μεγάλης απώλειας, αυτή την φορά στο Αιγαίο, απέναντι στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Το ερώτημα είναι επίσης αν είναι σωστό να έχουμε όλες μας τις ελπίδες σε μια γερμανοκαθοδηγούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει δείξει ότι για οικονομικούς, στρατιωτικούς, γεωπολιτικούς και άλλους λόγους προτιμάει την Τουρκία έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου – την ίδια ώρα που εκφράζει κυνικά σ’ αυτά τα δύο κράτη-μέλη της την «αμέριστη συμπαράστασή» της.

Θα υπήρχαν άραγε εναλλακτικές δυνατότητες και τρόποι αντίδρασης σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε να αντιμετωπιστεί η υπαρξιακή απειλή απ’ τα ανατολικά;