Δημοσιεύτηκε στον «Εξάντα» τον Δεκέμβριο του 2009

Το κίνημα του γερμανικού φιλελληνισμού ξεκίνησε γύρω στα 1760 σαν μετάθεση του ιστορικο-φιλολογικού ενδιαφέροντος της Δυτικής Ευρώπης γενικότερα από την αρχαία Ρώμη προς την αρχαία Ελλάδα και ανέπτυξε στη διάρκεια του χρόνου μια συμπάθεια για τον απελευθερωτικό αγώνα των Νεοελλήνων και την προσπάθειά τους να αποκτήσουν κράτος, συμπάθεια που μεταδόθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών. Παρ’ όλες τις θετικές του πλευρές και την αδιαμφισβήτητη ιδεολογική και πραγματική βοήθεια που έδωσε στο νεοελληνικό κράτος, ο γερμανικός φιλελληνισμός είχε από την αρχή μεγάλες αντιφάσεις, καθώς έβλεπε στους αρχαίους Έλληνες μάλλον ιδεολογικούς προγόνους των πολιτιστικά προηγμένων Γερμανών παρά των καθυστερημένων πολιτιστικά Νεοελλήνων. Άλλωστε και η υποστήριξη που πρόσφερε στο νεοελληνικό κράτος υπήρξε μόνον μια πλευρά, και μάλιστα η πιο ασθενής, των πραγματικών ιστορικών σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας στην διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα, καθώς οι δύο χώρες βρίσκονταν συνήθως σε αντίπαλα πολεμικά στρατόπεδα και η Γερμανία υποστήριζε στα Βαλκάνια την τουρκική και βουλγαρική πολιτική σε βάρος της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά ο γερμανικός φιλελληνισμός εξακολούθησε να λειτουργεί με εξασθενημένη μορφή και λειτουργεί με διάφορους τρόπους ως σήμερα.

Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε όμως μάρτυρες μιας διπλής μεταστροφής: Αφ’ ενός η αρχαία Ελλάδα παύει να θεωρείται στους κύκλους των Γερμανών ιστορικών σαν η μοναδική και αξιαγάπητη γενέτειρα των αρχαίων φιλοσόφων, του ξεχωριστού πολιτισμού και της δημοκρατίας και να αντιμετωπίζεται μάλλον σαν μια απόρροια του αρχαίου ασιατικο-ευρωπαϊκού χώρου της Ανατολικής Μεσογείου και αφ’ετέρου η όποια παλιά συμπάθεια προς την σύγχρονη Ελλάδα μετατρέπεται στα γερμανικά ΜΜΕ σε αντιπάθεια με αφορμή μια σειρά θέματα, όπως η διαμάχη για το όνομα της Μακεδονίας, το Κυπριακό και η στάση έναντι της Τουρκίας, η επιβάρυνση των κοινοτικών ταμείων από τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και η ελληνική αναξιοπιστία. Μέσα στο αλλαγμένο αυτό τοπίο δύσκολα μπορεί να σταθεί ο παραδοσιακός γερμανικός φιλλεληνισμός, που εξακολουθεί πάντα να βαρύνεται και από τις παιδικές του ασθένειες (υπεροπτική θεώρηση της σύγχρονης Ελλάδας). Όλα αυτά καθιστούν τελικά μια πραγματική «φιλία», έτσι όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια, πολύ δύσκολη υπόθεση. Συμπέρασμα: Χρειάζεται να γίνει μια καινούργια αρχή πάνω σε άλλες πιο ορθολογικές βάσεις, που θα στηρίζεται στον αμοιβαίο αλληλοσεβασμό και σε μιαν νέα σχέση εντιμότητας και από τις δύο πλευρές.