Δημοσιεύτηκε στον «Εξάντα» τον Δεκέμβριο του 2015

Στην Ελλάδα γίνεται από τις 20.4.2015 η δίκη κατά της ακροδεξιάς οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», με βαρύ κατηγορητήριο βασισμένο κυρίως στην δολοφονία του μουσικού Παύλου Φύσσα από ένα μέλος της οργάνωσης Η δίκη στηρίζεται στο άρθρο 187 Ποινικού Κώδικα. Αν στο τέλος της δίκης αυτής η «Χρυσή Αυγή» χαρακτηριστεί με βάση αυτό το άρθρο ως «εγκληματική οργάνωση», τότε απειλείται ποινή φυλάκισης δέκα ετών και άνω για τα ηγετικά στελέχη της.

Πρόκειται για κάτι επικίνδυνα καινούργιο με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Επειδή η «Χρυσή Αυγή» είναι το τρίτο κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου, σταθερά υψηλά στις επιλογές των Ελλήνων ψηφοφόρων στις τελευταίες εκλογές (Ιανουάριος 2015: 6,28%, Σεπτέμβριος 2015: 6,99%, Ευρωεκλογές 2014: 9,40%). Για τον σκοπό αυτής της δίκης οι βουλευτές της συνελήφθησαν, αρχικά χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου, και έμειναν μέχρι και 18 μήνες στην φυλακή. Η απουσία τους δημιούργησε προβλήματα σε ζητήματα απαρτίας και στις άλλες ρυθμίσεις του Κανονισμού της Βουλής. Με την δίκη αυτή πραγματοποιήθηκαν μια σειρά νομικές ακροβασίες: Η «Χρυσή Αυγή» δεν λογίζεται ως «τρομοκρατική οργάνωση», δεν θεωρείται όμως και «μαφία», αφού δεν επιδιώκει οικονομικά οφέλη, ενώ δεν την προστατεύει από την συγκεκριμένη ποινική δίωξη η ιδιότητά της ως εκλεγμένου κόμματος της ελληνικής Βουλής. Για μια σύγκριση δικαίου: Το άρθρο 129 παρ. 2 αρ. 1 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα απαγορεύει ρητά την εφαρμογή των διατάξεων για τις «εγκληματικές οργανώσεις», εφ’ όσον η δίωξη στρέφεται εναντίον πολιτικού κόμματος (και δεν χρειάζεται να είναι καν εκλεγμένο στην γερμανική Βουλή) που δεν το κήρυξε προηγουμένως ως αντισυνταγματικό το ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (BVerfG) με την πολυτελή διαδικασία που προβλέπει το καταστατικό του. Αυτό είναι το συνταγματικά εγγυημένο «προνόμιο των πολιτικών κομμάτων», που θα εμπόδιζε στην Γερμανία την δίκη της «Χρυσής Αυγής», όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα.

Στο τριμελές Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφάσισε την παραπομπή της «Χρυσής Αυγής» σε δίκη με πλειοψηφία 2 προς 1, μειοψήφησε ο ίδιος ο εισηγητής επί του θέματος, που θεώρησε ότι η δίωξη αυτή με βάση το άρθρο 187 Π.Κ. είναι αντίθετη με τον σκοπό του νόμου. Όποιος παρακολουθεί την εξέλιξη της δίκης αυτής χωρίς φόβο και πάθος μένει με αρκετές αμφιβολίες για το αν γίνονται σεβαστές οι επιταγές του κράτους δικαίου. Last but not least, ακροαριστεροί τρομοκράτες εκδικήθηκαν την «Χρυσή Αυγή» για τον φόνο του Παύλου Φύσσα με δύο εν ψυχρώ δολοφονίες και ένα βαρύ τραυματισμό νεαρών και αμέτοχων μελών της οργάνωσης.

Ό,τι όμως όλοι εμείς κατορθώσαμε με πολύ κόπο μετά την πτώση της τελευταίας δικτατορίας στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων δηλαδή να εμποδιστεί άμεσα ή έμμεσα η απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων, δεν επιτρέπεται να τεθεί πάλι σε κίνδυνο, ακόμη κι αν αυτή η προσπάθεια στρέφεται σήμερα ενάντια σε αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Το κράτος δικαίου και οι εγγυήσεις του, όπως είναι η προστασία των πολιτικών ελευθεριών, δεν αποτελούν καμιά πολυτέλεια, απ’ την οποία μπορεί κανείς έτσι εύκολα να παραιτηθεί – και το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αυτές οι ελευθερίες χρησιμοποιούνται από θεωρούμενους εχθρούς της δημοκρατίας. Η πολιτική ιστορία, φερ’ ειπείν στην Γερμανία, μας διδάσκει άλλωστε ότι η λεγόμενη «μαχόμενη δημοκρατία»/“wehrhafte Demokratie“ (που εμποδίζει π.χ. προκαταβολικά την ανάπτυξη πολιτικής δράσης των αντιπάλων της) ξεκινάει συχνά από την ποινική δίωξη των πολιτικών κομμάτων των δεξιών εξτρεμιστών, για να καταλήξει στην ποινική δίωξη των κομμάτων των αριστερών εξτρεμιστών (απόφαση του BVerfG για την απαγόρευση του SRP το 1952 και του KPD το 1956), – όποιοι κι αν είναι αυτοί που κατατάσσονται σ’ αυτές τις κατηγορίες ανάλογα με την συγκυρία.

Αν τα νομικά προβλήματα αναφορικά με την ποινική δίωξη της «Χρυσής Αυγής», έτσι όπως γίνεται σήμερα, είναι πολλά, ισχύει το ίδιο πολύ περισσότερο για τα πολιτικά προβλήματα και τις θολές σκοπιμότητες πίσω απ’ την δίκη. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός οφείλει την άνοδο της επιρροής του στην Ελλάδα στα έξι χρόνια της κρίσης εν μέρει στα ίδια ακριβώς «οικονομικά επιχειρήματα» όπως και ο αριστερός λαϊκισμός. Η δεύτερη αιτία της μεγάλης ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι η προσφυγική κρίση, στο μάτι του κυκλώνα της οποίας βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα ως χώρα πρώτης παράνομης αθρόας εισόδου από την Τουρκία.

Μπορεί σε κάποιους στο εξωτερικό αυτό το πείραμα εξοβελισμού ενός ακροδεξιού κόμματος από την πολιτική σκηνή με μια δικαστική απόφαση περί «εγκληματικών οργανώσεων» να φαίνεται απλό και εύκολο, στην πραγματικότητα όμως είναι αναποτελεσματικό και επιπλέον ρίχνει λάδι σε μια φωτιά που σιγοκαίει εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα. Επειδή η ιστορία αυτής της χώρας στην άκρη της Ευρώπης είναι γεμάτη από πολιτική καταπίεση, εμφυλίους πολέμους, πραξικοπήματα, δικτατορίες και εθνικές καταστροφές και οι σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις στα χρόνια της κρίσης αποτελούν ισορροπία στο χείλος του γκρεμού: Παραλίγο έξοδος από το ευρώ, παραλίγο κατάρρευση του κράτους, παραλίγο έκρηξη της κοινωνίας εκ των ένδον και διολίσθηση σε κατάσταση απόλυτης ανομίας. Σύμφωνα με την δική μου άποψη το δικαστικό αυτό πείραμα είναι μάλλον εγγύηση νέων εμφυλίων παρά συμβολή στην εξειρήνευση της χώρας. Επιπλέον ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για νέες ποινικές διώξεις, και όχι πλέον μόνον με βάση το άρθρο 187 Π.Κ., ενάντια σε πολιτικούς αντιπάλους ακόμα και του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου»…

Πριν την κρίση δεν υπήρχαν στην Ελλάδα οργανωμένοι ακροδεξιοί και φασίστες, το ποσοστό τους κυμαίνονταν σταθερά μεταξύ 0,2 – 0,4%. Αντί λοιπόν κάποιοι άλλοι στην Ευρώπη να κάνουν στο θέμα αυτό τον δάσκαλο στους Έλληνες και να απαιτούν «να τελειώνουμε γρήγορα» με τους ακροδεξιούς, ακόμα κι αν αυτό στοιχίζει πολύ σε κράτος δικαίου, ακόμα κι αν στο εδώλιο βρίσκεται το τρίτο κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου, ακόμα κι αν αυτοί οι άλλοι δεν τολμούν να κάνουν κάτι ανάλογο στην δικιά τους την χώρα, θα έπρεπε αντίθετα να σκεφθούν πώς θα βοηθήσουν την Ελλάδα να βγει από την κρίση, η οποία ανεβάζει τα ποσοστά των ακροδεξιών. Π.χ. με μια χαλάρωση των σκληρών μέτρων λιτότητας, με άφεση χρέους που ξαφνικά από ιδιωτικής έγινε δημόσιας προέλευσης, ή, στην περίπτωση της Γερμανίας, με την καταβολή των οφειλόμενων πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου ή εν πάσει περιπτώσει με την επίδειξη κάποιας προθυμίας συνεννόησης γι’ αυτό. Ειδικά στην προσφυγική κρίση θα περίμενε κανείς από την Ευρωπαϊκή Ένωση να προστατέψει συλλογικά τα ελληνικά σύνορα, όπως ακριβώς τα εγγυώνται οι διεθνείς συνθήκες, και να διαμοιράζει δίκαια τους πρόσφυγες χωρίς τα κακοήθη τεχνάσματα των «Δουβλίνων».

Σωστό είναι απ’ την μια ότι επιρρεπή στην βία ακραία κόμματα και οργανώσεις πρέπει να καταπολεμούνται με πολιτικά και, όσο το επιτρέπει αυτό το κράτος δικαίου, με νομικά μέσα. Άλλο τόσο σωστό είναι όμως ότι δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς τις ιδιαίτερες αιτίες της επιτυχίας τους και αυτές να αντιμετωπίζει κυρίως.