Η Συμφωνία των Πρεσπών της 17.6.2018 κυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 25.1.2019 με 153 ψήφους και βασίζεται σε έναν συμβιβασμό: Δώσαμε, άμεσα ή έμμεσα, «μακεδονική εθνότητα» και «μακεδονική γλώσσα», για να πάρουμε τον περιορισμό του ως τώρα επίσημου ονόματος του κράτους των Σκοπίων από «Μακεδονία» σε «Βόρεια Μακεδονία». Με τον τρόπο αυτό δεν δόθηκε καθαρή λύση και διερράγη η ενότητα „erga omnes“-„omnis definitio“, δηλαδή «έναντι πάντων και συμπεριλαμβανομένου κάθε προσδιορισμού», που ήταν η έσχατη ελληνική εθνική άμυνα κατά του ιδεολογήματος του «μακεδονισμού» τα τελευταία χρόνια. Με τον πολιτικό μύθο του «μακεδονισμού» οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδας, πρώτα οι Βούλγαροι, μετά οι Νοτιοσλάβοι του Τίτο, επιδίωξαν την απόσπαση της ελληνικής Μακεδονίας (25,9% της ελληνικής επικράτειας) και την προσάρτησή της είτε στην Βουλγαρία (ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), είτε στην Γιουγκοσλαβία (μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Γενικά η Συνθήκη των Πρεσπών είναι γεμάτη από «δημιουργική ασάφεια» και ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες.

Στο μέλλον και ειδικά  κατά την πρακτική εφαρμογή της Συνθήκης μπορεί να συμβούν δύο πράγματα: Είτε το επίσημο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» θα συμπαρασύρει και τα πάσης φύσεως παράγωγα και θα γίνεται λόγος  για «Βορειομακεδόνες», «βορειομακεδονική εθνότητα, γλώσσα, κουλτούρα», «βορειομακεδονικά σύνορα κλπ.». Είτε θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή ό,τι παραχωρήθηκε με την Συμφωνία σε επίπεδο γλώσσας και εθνότητας θα συμπαρασύρει και το όνομα και θα γίνεται λόγος ευρέως για «ελληνομακεδονικά σύνορα» και για «Μακεδόνες» που κατοικούν εντέλει στην «Μακεδονία» –  έστω και αν τηρούνται τα προσχήματα με το ταμπελάκι «Βόρεια Μακεδονία» στους διεθνείς οργανισμούς.

Με την πρώτη ερμηνεία (τα παράγωγα από το όνομα) θα τονίζονταν αυτό που ενώνει Σλάβους, Αλβανούς, Τούρκους κλπ. στο εσωτερικό, δηλαδή ότι είναι όλοι «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας»/«Βορειομακεδόνες», και που αποτελεί βάση για σχέσεις καλής γειτονίας ειδικά με την Ελλάδα και την Βουλγαρία στην περιοχή. Με την δεύτερη ερμηνεία (το όνομα από τα παράγωγα) θα είχε τοποθετηθεί το φυτίλι μιας πιθανής εσωτερικής έκρηξης με ένα νέο εμφύλιο πόλεμο στην χώρα των Σκοπίων και θα δηλητηριάζονταν οι σχέσεις με τα γειτονικά κράτη. Αργά ή γρήγορα τότε η Συμφωνία θα υπονομεύονταν.

Σημασία δεν έχει τόσο τι θα συμβεί στο εσωτερικό της μετονομαζόμενης χώρας, αλλά τι θα γίνει στον διεθνή χώρο. Η διεθνής κοινότητα δεσμεύεται από το Διεθνές Δίκαιο, που δεν ενδιαφέρεται αναφορικά με την αναγνώριση ενός κράτους από τα άλλα για εσωτερικούς εθνοτικούς προσδιορισμούς (αν δηλαδή η πλειοψηφία θέλει να λέγεται «μακεδονική» και η μειοψηφία «αλβανική»), αλλά μόνον για κρατικές οντότητες και σ’ αυτές στηρίζονται οι διεθνείς σχέσεις. Με την πρώτη ερμηνεία (τα παράγωγα από το επίσημο όνομα του κράτους, κάτι που θα έπρεπε να είναι κανονικά αυτονόητο στον διεθνή χώρο) η διεθνής κοινότητα συμβάλλει στην ομόνοια στο εσωτερικό και την ειρήνη στο εξωτερικό της Βόρειας Μακεδονίας, με την δεύτερη (το όνομα από τα παράγωγα) τα υποθηκεύει. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την Γερμανία που έχει παίξει ιστορικά έναν αρνητικό ρόλο στην ιστορία των Βαλκανίων.

Με την πρώτη ερμηνεία πρέπει να χαιρετήσει κανείς την Συνθήκη των Πρεσπών και να ευχηθεί στους παλιούς γείτονες και νέους φίλους μας ομόνοια και ευημερία για το συμφέρον ιδίως της δικής τους χώρας και προς όφελος των δύο λαών, Ελλήνων και Βορειομακεδόνων.