Δημοσιεύτηκε στον «Εξάντα» τον Ιούνιο του 2017

 

Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του κυπριακού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων απέτυχαν για μια ακόμη φορά.

Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν απ’ την Τουρκία στην Κύπρο σε βάρος του Διεθνούς Δικαίου το 1974 και μετά είναι βαρύτατα, πιστοποιημένα με αποφάσεις διεθνών οργανισμών και διεθνών δικαστηρίων, και απαράγραπτα. Η πολιτική επιστήμη που τα αγνοεί, όπως συμβαίνει συχνά εδώ στην Γερμανία, θεωρώντας ότι στο νησί συγκρούονται απλώς δύο εθνικισμοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, και ότι μετά το 1974 νίκησε ο δεύτερος, μετατρέπεται σε προμηθευτή αμφίβολων νομιμοποιήσεων του πολιτικού κυνισμού στην διεθνή σκακιέρα. Όπως περίπου συνέβαινε (και συμβαίνει) και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Αρμενίων (και των άλλων  χριστιανικών λαών) για εκατό περίπου χρόνια.

Το αν θα προκριθεί τελικά με τις διαπραγματεύσεις μια ευρωπαϊκή ή μια ασιατική λύση του μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή εδώ και 43 χρόνια χρονίζοντος κυπριακού προβλήματος είναι υπόθεση των ίδιων των Κυπρίων. Αυτοί θα κρίνουν αν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για να επιδιώξουν λύση. Θεωρώ όμως ότι οι Ελληνοκύπριοι, όσες επώδυνες υποχωρήσεις κι αν χρειαστεί να κάνουν σε άλλα ζητήματα, δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουν τρεις βασικές αρχές:

 

  1. Η «Κυπριακή Δημοκρατία» δεν επιτρέπεται να εξαφανιστεί. Όποια κι αν είναι η αναδιοργάνωση των εσωτερικών σχέσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο νησί, ακόμα κι αν αυτό γίνει στην βάση της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας», δεν επιτρέπεται να εγκαταλειφθεί το κράτος που ιδρύθηκε το 1960 και έγινε μέλος της Ε.Ε. το 2004.

 

  1. Καμιά ενδοκυπριακή συμφωνία που δεν θα ήταν σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την ίδια την Ε.Ε. που στην μετά την εκλογή Trump εποχή και την αποχώρηση της Βρεταννίας καλείται να διαχειριστεί πιο αυτόνομα την μοίρα της σε συσχετισμό με την μοίρα της εγγύς γειτονιάς της, της Μέσης Ανατολής. Όχι μόνον αναφορικά με το προσφυγικό και την τρομοκρατία, αλλά και σε σχέση με την προμήθεια της Ευρώπης με ενέργεια (αέριο και πετρέλαιο). Εάν π.χ. δοθεί έμφαση στον ενεργειακό άξονα Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα με δυνατότητα προσχώρησης και πολλών άλλων χωρών, μέχρι και του Ιράν, η συμβολή της Ευρώπης στην εξειρήνευση της περιοχής θα ήταν μεγάλη. Σε κάθε περίπτωση η Ε.Ε. έχει σηκώσει ψηλά την σημαία της υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου, του οποίου η ισχύς είναι αδιαίρετη και η εφαρμογή του σήμερα στον κόσμο πιο αναγκαία παρά ποτέ.

Το πολιτικό σύστημα που ισχύει τώρα de facto και είναι ήδη και de jure υπό εκκόλαψη στην Κύπρο θα αντιστρατεύεται ούτως ή άλλως βασικές αρχές του πολιτικού συστήματος της Ευρώπης. Θα είναι ένα είδος θεσμοθετημένης ρατσιστικής-θρησκευτικής διάκρισης του πληθυσμού και μια «πολιτική ισότητα» δύο κοινοτήτων, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, με την οποία υποχωρεί η αρχή της Δημοκρατίας «ένας πολίτης μία ψήφος». Μέχρι τώρα η Ε.Ε. έχει εγκαταλείψει το μέλος της, την Δημοκρατία της Κύπρου, σε κρίσιμες στιγμές και ασκεί μονόπλευρες πιέσεις για να ξεφορτωθεί το κυπριακό πρόβλημα. Όμως η Ε.Ε. δεν θα έπρεπε να διαπράξει και το επόμενο σφάλμα: Να ρίξει την Κύπρο βορά στις ακόρεστες νέο-οθωμανικές ορέξεις του εξαγριωμένου μετά το πραξικόπημα του 2016 και το δημοψήφισμα του 2017 Τούρκου προέδρου Ερντογάν, με την ελπίδα ότι έτσι θα τον εξευμενίσει. Η Ε.Ε. θα έπρεπε να παρακολουθεί στενά τις συνομιλίες για το κυπριακό και να εξασφαλίζει την συμβατότητα των αποτελεσμάτων τους με το κοινοτικό δίκαιο και με τα δικά της πολιτικά συμφέροντα. Αλλιώς η Τουρκία θα την εκβιάζει διαρκώς μέσω της Κύπρου, που με την σειρά της θα εκβιάζεται από ό,τι ονομάζουμε «Τουρκοκυπρίους», που στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πλέον Τούρκοι έποικοι. Ας αναλογιστεί κανείς τι συνέβη στην περίπτωση της επικύρωσης της συμφωνίας CETA μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά με τις αντιρρήσεις που προέβαλλε το κρατίδιο της Βαλονίας στο Βέλγιο.

 

  1. Η Κύπρος δεν χρειάζεται πλέον ξένους πάτρονες ως «εγγυήτριες δυνάμεις». Η μία «εγγυήτρια δύναμη», η Μεγάλη Βρεταννία, έχει ένα αποικιακό παρελθόν, για το οποίο η Ευρώπη δεν είναι σήμερα καθόλου περήφανη. Κατέχει πάντα 2,7% του εδάφους της Δημοκρατίας της Κύπρου, χωρίς να έχει ρωτήσει ποτέ τους Κυπρίους γι’ αυτό. Ακόμα και το ΝΑΤΟ δεν έχει πρόσβαση στις πανίσχυρες αγγλικές στρατιωτικές βάσεις εκεί. Όμοια όπως για το θέμα του Γιβραλτάρ, για το οποίο είναι δρομολογημένο να ερωτηθεί η Ισπανία, θα πρέπει να ερωτηθεί και η Κύπρος για το θέμα των βρεταννικών βάσεων στο νησί στα πλαίσια των επικείμενων διαπραγματεύσεων για το Brexit.

Η άλλη «εγγυήτρια δύναμη», η Τουρκία, επέδραμε με τον στρατό της στην Κύπρο, επικαλούμενη την νομική της θέση ως «εγγυητή» της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατέλαβε και διαίρεσε το νησί, διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και υπέσκαψε την ίδια την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία του κράτους που υποτίθεται ότι εγγυόταν. Το να ζητά σήμερα η Τουρκία να παραμείνει «εγγυήτρια δύναμη» μιας νέας και επανενωμένης Κύπρου στο σύνολό της αποτελεί προσβολή της κοινής λογικής των διεθνών σχέσεων και οδηγεί το Διεθνές Δίκαιο σε αυτο-αναίρεση (Διεθνές Δίκαιο ad absurdum).

Επίσης και η τρίτη «εγγυήτρια δύναμη», η Ελλάδα, έπαιξε καταστροφικό ρόλο την δεκαετία του ’70 στην Κύπρο και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι απέστρεψαν το πρόσωπό τους απ’ αυτήν την «μητέρα-πατρίδα».

Ως μοναδικός εγγυητής των νέων σχέσεων θα μπορούσε να λειτουργήσει η Ε.Ε. Εάν χρειάζεται ακόμα μια «εγγυήτρια δύναμη» κάπου πάνω στην Γη  μέσα στον 21ο αιώνα.

Κ.Δ.