Δημοσιεύτηκε στον «Εξάντα» τον Δεκέμβριο του 2007
(για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του δημιουργού)

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) έζησε με διαλείμματα στο Βερολίνο μεταξύ 1920 και 1923. Κυρίως από το φθινόπωρο του 1922 έμεινε σε μια πανσιόν στην περιοχή του Στέγκλιτς. Στο σπίτι που είναι στην θέση της σήμερα έχει τοποθετηθεί από την πόλη μια αναμνηστική πλακέτα.

Τι έκανε ο 39χρονος Ν.Κ. στο Βερολίνο; Ας σκιαγραφήσουμε πρώτα την εποχή, για την οποία μιλάμε.

Ο Μεγάλος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει μόλις λίγα χρόνια πριν. Τρεις αυτοκρατορίες είχαν καταρρεύσει, η γερμανική, η αυστριακή, η ρωσική, δέκα τέσσερα νέα κράτη είχαν ιδρυθεί, οκτώ εκατομμύρια στρατιώτες και δέκα εκατομμύρια πολίτες είχαν σκοτωθεί. Η (δυτική) Ευρώπη διαπίστωνε με τρόμο ότι με τον πόλεμο αυτόν, όπου γλίστρησε σχεδόν ασυνείδητα με βάση κάποιους αυτοματισμούς και στον οποίο είχαν πάρει μέρος όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη, είχε χάσει την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της στον κόσμο προς όφελος άλλων γεωγραφικών περιοχών. Η γηραιά ήπειρος βρισκόταν σε βαθιά κρίση, η οικονομία της είχε δεχτεί βαρύ πλήγμα, η ανεργία ήταν στα ύψη και ο πληθωρισμός κάλπαζε. Όλα αυτά ίσχυαν εις την νιοστή για την νικημένη Γερμανία, που ήταν συν τοις άλλοις και το θύμα της απληστίας των νικητών του πολέμου (Συνθήκη των Βερσαλλιών). Ο υπερπληθωρισμός και η δυστυχία του λαού έφθασε στο μάξιμουμ το έτος 1923. Η νεαρή Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν καζάνι που έβραζε.

Βέβαια, όπως συμβαίνει μετά από κάθε μεγάλη καταστροφή, μια νέα αρχή γινόταν παντού στην Ευρώπη. Νέες ιδέες έκαναν την εμφάνισή τους σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, οι διανοούμενοι ήταν εντυπωσιασμένοι από την νίκη της οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία, στην τέχνη άνθιζε ο εξπρεσιονισμός.

Ο Ν.Κ. έφθασε στο Βερολίνο από την Βιέννη, το πνεύμα του φορτωμένο ακόμα με πολύ Βούδα, όπως γράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο «Αναφορά στον Γκρέκο». Αν κρίνουμε απ’ ό,τι πέρασε τα προηγούμενα χρόνια (έχασε την θέση του στην Ελλάδα, είδε να δολοφονείται ο φίλος του Ίων Δραγούμης, ο γάμος του δεν πήγαινε καθόλου καλά, στην Βιέννη έτρεχε σε γιατρούς και ψυχολόγους ενάντια σε «αγιοπνευματικές νόσους» που έπλητταν τους ασκητές του Μεσαίωνα κλπ.) βρισκόταν σε μεγάλη διέγερση. Ο μεσιανισμός που τον κατάτρωγε από τα νεανικά του χρόνια ήταν πάντα ενεργός. Τώρα όμως, εδώ στο Βερολίνο, ερχόταν κατ’ ευθείαν αντιμέτωπος με τα υπαρκτά πάθη του πεινασμένου και εξαθλιωμένου λαού. Γνωρίζεται με έναν «πύρινο κύκλο» επαναστατριών γυναικών γύρω από την Πολωνο-Εβραία Ραχήλ Λίπστάιν. Θαυμάζει τον Λένιν και τον Στάλιν, πηγαίνει σε διαλέξεις των «φίλων της Ρωσίας», αρχίζει να μαθαίνει ρώσικα, προσπαθεί να στήσει μια πολιτικο-φιλολογική εφημερίδα κομμουνιστικού προσανατολισμού, την „Nova Graecia“.

Τελικά όμως μένει πιστός στον εαυτό του, στον δάσκαλό του Ενρί Μπερξόν («ζωϊκή ορμή») και στον «σωσία» του Φριδερίκο Νίτσε («υπεράνθρωπος») από τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι. Αυτό που σφραγίζει στην πρωτεύουσα της Γερμανίας τελικά την ζωή και το μετέπειτα έργο του δεν είναι η στράτευση στην υπηρεσία των μαζών, ούτε οι γυναίκες του «πύρινου κύκλου», ούτε η επαφή του με τον βουδισμό, αλλά η «Ασκητική», το φιλοσοφικό του Ευαγγέλιο, όπου συλλαμβάνει την ζωή σαν το «μεταξύ φωτεινό διάστημα» ανάμεσα σε δύο σκοτεινές αβύσσους, που μας φορτώνει όμως με το φοβερό καθήκον «να σώσουμε τον Θεό», να ταχθούμε δηλαδή – ανελισσόμενοι από «χρέος σε χρέος» – στον αιώνιο αγώνα για την υπέρβαση του ανθρώπου. Και βέβαια, αν η «Ασκητική» είναι το ευαγγέλιο που θέλει να κηρύξει μεσιανικά στον κόσμο, ήδη στο λογοτεχνικό του μυαλό αναδύεται σιγά-σιγά η μορφή που θα κάνει πράξη την θεωρία: Ο Δυσσέας του έπους των 33.333 στίχων της «Οδύσσειας» που θα αρχίσει να γράφει αμέσως μετά τον γυρισμό του στην Ελλάδα, για να ξαναπιάσει την ιστορία από εκεί που την άφησε ο Όμηρος.