Δημοσιεύτηκε στον «Εξάντα» τον Ιούνιο του 2011

 

Το «Πολυτεχνείο» είναι ο μεγάλος Μύθος της ελληνικής αριστεράς, το Σημείο αναφοράς όπου συναντιούνται όλα τα αλληλοσπαρασσόμενα κομμάτια της, το Αφήγημα που της δίνει Αίγλη, η Στιγμή που οι άλλοι παραδέχονται την μεγάλη Συμβολή της στην νεότερη ελληνική ιστορία.

Αλλά όπως όλοι οι μύθοι και οι λιτανεύσεις, όπως όλα τα ιδεολογήματα που προβάλλονται στον δοξαστικό ουρανό της συλλογικής σκοπιμότητας, έτσι και αυτή η ιστορία έχει πολύ σκοτεινές πλευρές και, αν την εξετάσει κανείς νηφάλια, διαπιστώνει ότι χρησιμοποιείται για ιδιοτελείς σκοπούς. Τρεις είναι οι κύριες κατηγορίες που απευθύνω στο «Πολυτεχνείο» και ό,τι σχετίζεται με αυτό.

Α). Η εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 δεν ήξερε πού να σταματήσει και τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ανώφελη εκατόμβη. Ως τον Νοέμβριο του 1973 ούτε λαϊκή, ούτε εργατική κινητοποίηση δεν είχε σημειωθεί στην τρομοκρατημένη Αθήνα, που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας γενικευμένης αντιπαράθεσης με την δικτατορία. Οι επαναστατημένοι φοιτητές, καθοδηγούμενα κατά κύριο λόγο από στοιχεία που δεν ελέγχονταν από τις οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς, δηλαδή τα δύο ΚΚΕ τότε, συμπαρέσυραν και τους άλλους στην ψευδαίσθηση: «επανάσταση λαέ, ή τώρα ή ποτέ!» και «η χούντα στο απόσπασμα!» – ενώ ο συσχετισμός των δυνάμεων επέτρεπε μόνον μια τακτική «χτυπάω και φεύγω», όπως είχε γίνει τελικά και στις δύο καταλήψεις της Νομικής που είχαν προηγηθεί. Οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς φοβήθηκαν την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα και προσπάθησαν να την φρενάρουν, αλλά η κατάσταση απέκτησε μια δικιά της δυναμική με επιθέσεις σε υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες κλπ.. Η εξέγερση ξέφυγε επίσης από τον έλεγχο του ίδιου του δικτατορικού καθεστώτος, που δεν αποκλείεται να πυροδότησε την κατάληψη του κτιρίου της οδού Πατησίων στην αρχή, με σκοπό ίσως να σταματήσει την «φιλελευθεροποίηση» που προωθούσε ο Παπαδόπουλος με την λύση Μαρκεζίνη. Στο τέλος οι μεν (οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς) αναγκάστηκαν να συμπαραταχθούν με τους αριστεριστές και τους αναρχο-αυτόνομους που καθοδηγούσαν τα πράγματα, οι δε (συνταγματάρχες) να στείλουν τα τανκς. Το αποτέλεσμα του «Πολυτεχνείου» αυτό καθ’ εαυτό ήταν τραγικό: Δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, μια νέα δικτατορία, τρισχειρότερη από την πρώτη.

Β). Το χειρότερο ήταν που το «Πολυτεχνείο» συνέβαλε έμμεσα και βεβαίως άθελά του στην κυπριακή τραγωδία, την μεγαλύτερη δηλαδή καταστροφή της νεότερης ελληνικής ιστορίας μετά την μικρασιατική καταστροφή, που είναι και ο κύριος λόγος που άλλαξε δραματικά ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σύμφωνα με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη η αιτία που έγινε η δικτατορία του 1967, δεν ήταν το γεγονός ότι η δεξιά έτρεμε μια νέα διακυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά η επίλυση του κυπριακού με βάση κάποια μορφή του Σχεδίου Άτσεσον. Ως την ώρα εκείνη ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δεν είχε τολμήσει να ανατρέψει τον πρόεδρο Μακάριο. Ο αδίστακτος Ιωαννίδης όμως, που ήρθε στα πράγματα μετά το «Πολυτεχνείο», το τόλμησε.

Όσοι συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου οχυρώνονται μέχρι σήμερα πίσω από την πολύ βολική και πριμοδοτούμενη από το καθεστώς της μεταπολίτευσης θέση: «Εμείς επανάσταση κάναμε!» Κανένας δεν έχει αναζητήσει τις ευθύνες του για την εθνική καταστροφή. Και όμως: Αν σίγουρα δεν υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια με την μορφή καταλογιστέας ευθύνης μεταξύ «Πολυτεχνείου» και κυπριακής τραγωδίας, υπάρχει σαφής ιστορική μετάβαση από τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973 σ’ εκείνα του Ιουλίου 1974, για τα οποία κανένας δεν επιτρέπεται να πλένει τα χέρια του στο λαγήνι της «επαναστατικής αθωότητας» – εφ’ όσον βεβαίως πιστεύει ακόμη σε ιδέες όπως έθνος, πατρίδα, Ελλάδα. Χίλιες φορές να μην γινόταν το «Πολυτεχνείο» παρά που χάσαμε την Κύπρο! Εκατό φορές καλλίτερα η ψευτο-φιλελεύθερη μετάβαση Μαρκεζίνη παρά που ήρθε ο Καραμανλής μετά τον Αττίλα! Το μη καταλογιστό της ευθύνης λόγω έλλειψης άμεσης αιτιώδους σχέσης του ενός (Πολυτεχνείο) με το άλλο (τουρκική εισβολή), δεν απαλλάσσει κανένα από την ηθική υποχρέωση να συναισθάνεται το μέγεθος της εθνικής καταστροφής και να αναρωτιέται αν οι πράξεις του λειτούργησαν σαν καταλύτης των εξελίξεων. Σε πολλές άλλες ιστορικές περιπτώσεις γνωρίζουμε ότι ο εχθρός επέφερε το αποτέλεσμα που επιθυμούσε δια της τεθλασμένης, χρησιμοποιώντας τους χειρότερους αντιπάλους του. Εδώ φαίνεται ότι τα πράγματα κύλησαν μόνα τους, σαν μια κλασσική νεοελληνική τραγωδία. Δεν θα έβλαπτε όμως να θυμάται κανείς πού και πού τις δύο μάννες που διεκδικούσαν το ίδιο ζωντανό παιδί μπροστά στον Σολομώντα.

Γ). Μετά το «Πολυτεχνείο» κυβέρνησε για τριάντα χρόνια την Ελλάδα η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου», που με το ήθος που επέδειξε δημιούργησε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που οδήγησαν στην εξαχρείωση της κοινωνίας και την ερείπωση του συστήματος συνοχής της. Και δεν εννοώ μόνον αυτούς που τον Νοέμβριο του 1973 ήταν «στα κάγκελα» – κάποιοι απ’ τους οποίους και σίγουρα όχι όλοι εξαργύρωσαν την αντίστασή τους με πλούσια συμμετοχή στην λαφυραγώγηση του κράτους της μεταπολίτευσης. Εννοώ κυρίως όλους εκείνους που, είτε συμμετείχαν είτε όχι στα γεγονότα, επικαλέστηκαν την αντίσταση της γενιάς τους στο Πολυτεχνείο, για να στήσουν – σίγουρα με την ένοχη στάση των ξένων που έδιναν τα δανεικά – το αντιπαραγωγικό και διεφθαρμένο ως τις τελευταίες του απολήξεις καθεστώς της μεταπολίτευσης, που έφερε την Ελλάδα στην βαθιά κρίση, την επαιτεία και την επιτροπεία που βιώνουμε τώρα. Ας αναλογιστεί κανείς τι απέμεινε σήμερα από το σύνθημα «λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία». Το ιδεολογικό σύστημα της μεταπολίτευσης, όπως κι αυτό που το διαδέχτηκε σήμερα, καταθέτει ετησίως δάφνες και λιβανίζει το «Πολυτεχνείο» («η αρχή του τέλους της δικτατορίας»), κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα για να κάνει την δουλειά του.

Σίγουρα υπήρχαν δυνάμεις που στα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν συμφώνησαν μ’ αυτόν τον νομιμοποιητικό του συστήματος ρόλο που ανατέθηκε επισήμως στο «Πολυτεχνείο». Ένα άλλο ισχυρό παρακλάδι της αναφοράς στα γεγονότα του 1973 κατέφυγε στην τρομοκρατία και έγινε η μήτρα παραγωγής ενός αστείρευτου δυναμικού αναρχο-αυτόνομων δράσεων που παραλύει μέχρι σήμερα την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα με κάθε ευκαιρία, και όχι μόνον στις επετείους του Νοέμβρη. Το παράξενο είναι ότι μεγάλα κομμάτια του ελληνικού λαού συνέπλευσαν με τον τρόπο τους και με τα δύο αυτά παρακλάδια της επιρροής του «Πολυτεχνείου» στην δημόσια ζωή της Ελλάδας, συχνά διολισθαίνοντας αδιόρατα ή μεταπηδώντας με ρεσάλτο από το ένα στο άλλο: Είτε ως συμμετοχή στην κλεπτοκρατία («μαζί τα φάγαμε»), είτε ως εχθρότητα και αντίσταση στο κράτος («που δεν διορίζει το δικό μου το παιδί στο δημόσιο»). Ένας από τους λόγους που η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει από την πολύπλευρη κρίση σήμερα και να προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα, που θα την αφήσουν με βεβαιότητα πίσω τους πολλά νέα κράτη στην Ε.Ε., που την εγκαταλείπουν τα πιο αξιόλογα νέα παιδιά, οφείλεται και στην ιδεολογική επιρροή του «Πολυτεχνείου», στην ιδιοτελή «αγιοποίηση» του όλα αυτά τα χρόνια, στην απάτη των μεγάλων λόγων και στο ψεύτισμα των εννοιών αφ’ ενός και στην επίκλησή του σαν επαναστατικό δήθεν πρόσχημα για καταστροφική συμπεριφορά αφ’ ετέρου.

 

Παρ’ όλα αυτά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι το «Πολυτεχνείο», στο οποίο συμμετείχαμε όλοι τότε, είτε από κοντά είτε από μακριά, ήταν μια μεγάλη ιστορική στιγμή της νεότερης ιστορίας μας, η σημαντικότερη πράξη αντίστασης ενάντια στο φασιστικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Αυτοί που στήθηκαν «στα κάγκελα» εκείνο το τριήμερο ξεπέρασαν τον εαυτό τους, προσφέροντας συχνά και την ίδια τους την ζωή, και έδειξαν ότι μια δικτατορία μπορεί να νικηθεί. Και φυσικά δεν θα πρέπει να κρίνει τα πράγματα κανείς μόνον εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος. Αντίσταση στην δικτατορία είναι πολιτική υποχρέωση και έχει την αξία της καθ’ εαυτή.

Ο Νοέμβρης εκείνος θα μπορούσε να αφήσει μια ισχυρή παρακαταθήκη λειτουργίας του «συνταγματικού πατριωτισμού των Ελλήνων» όταν κινδυνεύει η δημοκρατία, όπως απαιτούσε τότε (1-1-4) και όπως απαιτεί και σήμερα (1-2-0) το Σύνταγμα. Φοβάμαι όμως ότι, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η έκδοση του «Πολυτεχνείου» ως «μύθου» της αριστεράς και ως κυρίαρχου ψευδούς ιδεολογήματος της μεταπολίτευσης έκανε περισσότερο κακό παρά καλό στην Ελλάδα.